- εκτυφλώνω
- και εκτυφλώ (-όω) (AM ἐκτυφλῶ)1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω2. απόλ. επιφέρω τύφλωση3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεωςαρχ.1. παθ. (για φως) σβήνω2. (για φυτά) κόβω ή αποσπώ τους οφθαλμούς τών φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.